ἀναίσθητος — without sense masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναίσθητος — η, ο (Α ἀναίσθητος, ον) 1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα 2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις τής ηδονής και τού πόνου 3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος 4. αυτός που έχασε τις… … Dictionary of Greek
ἀναισθητότερον — ἀναίσθητος without sense adverbial comp ἀναίσθητος without sense masc acc comp sg ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθητοτέρων — ἀναίσθητος without sense fem gen comp pl ἀναίσθητος without sense masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθητότατα — ἀναίσθητος without sense adverbial superl ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθητότατον — ἀναίσθητος without sense masc acc superl sg ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθήτως — ἀναίσθητος without sense adverbial ἀναίσθητος without sense masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναίσθητον — ἀναίσθητος without sense masc/fem acc sg ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθητοτάτου — ἀναίσθητος without sense masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθητοτέρους — ἀναίσθητος without sense masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)