αναίσθητος

αναίσθητος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που έχασε τις αισθήσεις του: Ήταν για κάμποση ώρα αναίσθητος.
2. απαθής, αδιάφορος, ανάλγητος: Αναίσθητος όπως είναι, δεν καταλαβαίνει τις προσβολές που του κάνουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀναίσθητος — without sense masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναίσθητος — η, ο (Α ἀναίσθητος, ον) 1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα 2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις τής ηδονής και τού πόνου 3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος 4. αυτός που έχασε τις… …   Dictionary of Greek

  • ἀναισθητότερον — ἀναίσθητος without sense adverbial comp ἀναίσθητος without sense masc acc comp sg ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθητοτέρων — ἀναίσθητος without sense fem gen comp pl ἀναίσθητος without sense masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθητότατα — ἀναίσθητος without sense adverbial superl ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθητότατον — ἀναίσθητος without sense masc acc superl sg ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθήτως — ἀναίσθητος without sense adverbial ἀναίσθητος without sense masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναίσθητον — ἀναίσθητος without sense masc/fem acc sg ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθητοτάτου — ἀναίσθητος without sense masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθητοτέρους — ἀναίσθητος without sense masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”